- ασυμπίεστος
- η , ο [ος , ον ]1) не сдавленный; не стиснутый; неспрессованный; 2) см. αστούμπιστος 1
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ασυμπίεστος — η, ο αυτός που δεν συμπιέστηκε ή που δεν επιδέχεται συμπίεση. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + συμπιέζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1861 στον Β. Λάκωνα] … Dictionary of Greek
απίλητος — ἀπίλητος, ον (Α) ο ασυμπίεστος, ο ελαστικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + πιλητός < πιλώ «συμπιέζω, συνθλίβω»] … Dictionary of Greek
απατίκωτος — η, ο μη πατικωμένος, ασυμπίεστος, αστοίβαχτος … Dictionary of Greek